Το περιοδικό Esquire συνάντησε και συνομίλησε με έναν μεγιστάνα με σκοπό να ανακαλύψει πόσο διαφορετικά σκέφτονται από όλους εμάς οι «έχοντες και κατέχοντες» αυτού του κόσμου.
Θα προσπαθήσω να σας αφηγηθώ μια ενδιαφέρουσα ιστορία αποκαλύπτοντας όσο το δυνατόν λιγότερα στοιχεία για τον πρωταγωνιστή της και κυρίως ελπίζοντας να μην παραβιάσω στο ελάχιστο την ιδιωτικότητά του. Για αρχή, λοιπόν, να σας πω ότι ο άνθρωπος αυτός, παρ’ ότι πλησιάζει γοργά στη δύση της μέσης ηλικίας, αποτελεί ένα από τα σημαίνοντα στελέχη ενός μεγάλου hedge fund. Επιπλέον, αν και χάνει με γοργό ρυθμό τα (λιγοστά) μαλλιά του, το σώμα του εξακολουθεί να δείχνει εξαιρετικά γυμνασμένο, ενώ η μεγαλύτερη πολυτέλεια που επιτρέπει στον εαυτό του είναι οι ολιγοήμερες (αδιανόητα χλιδάτες) διακοπές που πηγαίνει κάθε χρόνο με την οικογένειά του σε κάποιον εξωτικό προορισμό.
Ο άνθρωπος αυτός έχει στην κατοχή του δύο αυτοκίνητα για τις καθημερινές του μετακινήσεις –το καθένα από τα οποία ξεπερνά σε αξία τα 90.000 ευρώ– αλλά και ένα τρίτο σπορ συλλεκτικό (και, κατά την ταπεινή μου πάντα άποψη, υπερτιμημένο) όχημα που συνηθίζει να οδηγεί μόνο τις Κυριακές. Επιπλέον, έχει στην κατοχή του τρία σπίτια, το μεγαλύτερο από τα οποία ανακαινίζεται την περίοδο αυτή, ενώ πολύ πρόσφατα απέκτησε κι έναν πανάκριβο πίνακα, έργο ενός από τους σημαντικότερους ζωγράφους του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα.
Ωστόσο, ο άνθρωπος αυτός διακρίνεται από μια μικρή «εκκεντρικότητα», η οποία σπάνια απαντάται σε άτομα της οικονομικής του επιφάνειας: δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση (ακριβέστερα, διάθεση) να αγοράσει ιδιωτικό τζετ – για τα επαγγελματικά του ταξίδια προτιμά την άνεση που προσφέρει η business class των μεγαλύτερων αεροπορικών εταιρειών.
Ο λόγος που ο άνθρωπος αυτός ήθελε πάντα να γίνει πλούσιος έχει να κάνει με το γεγονός ότι το χρήμα, πολύ προτού ξεκινήσει να τον κάνει χαρούμενο, τον έκανε δυστυχισμένο. Όπως με ενημερώνει, ο πατέρας του ήταν δικηγόρος που ειδικευόταν στο εταιρικό δίκαιο και παράλληλα «ο μεγαλύτερος τσιγκούνης του κόσμου». Σύμφωνα πάντα με το συνομιλητή μου, ο πατέρας του δε συνήθιζε να μοιράζεται τον πλούτο του με την οικογένειά του, κάτι που ωστόσο δεν είχε πρόβλημα να κάνει με τη νέα του σύντροφο και μετέπειτα γυναίκα του, την οποία γνώρισε όταν ο άνθρωπος που κάθεται απέναντί μου αυτή τη στιγμή βρισκόταν στην εφηβεία του.
Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι ο πλούσιος με τον οποίο μιλάω δηλώνει μισοαστεία μισοσοβαρά ως θρησκεία του τον καπιταλισμό, ενώ παραδέχεται ότι ο λόγος για τον οποίο στράφηκε στο συγκεκριμένο «δόγμα» δεν ήταν η επιδίωξη πλούτου per se ή έστω η επίτευξη ενός (υπερβολικά) άνετου τρόπου ζωής, αλλά ο φόβος. «Ο φόβος που ένιωθα επειδή ήμουν μόνος στον κόσμο και δεν είχα κανέναν απολύτως να μου σταθεί αν όλα πήγαιναν στραβά», όπως το θέτει ο ίδιος.
Υπάρχουν τρεις τρόποι για να µιλήσεις ειλικρινά για το χρήµα. Ο πρώτος είναι να µιλήσεις χωρίς περιστροφές δηµόσια για τις πηγές των εισοδηµάτων σου, κάτι που ο συνοµιλητής µου κάνει µε ιδιαίτερη χαρά και προθυµία: «Αλήθεια, ξέρεις γιατί κάποιοι επιλέγουν να ασχοληθούν µε τα hedge funds; Η απάντηση στην πραγµατικότητα είναι εξαιρετικά απλή: πρόκειται για ένα µέσο που σου επιτρέπει να ασχοληθείς µε το επιχειρείν χωρίς όµως να είσαι υποχρεωµένος να δηµιουργήσεις επιχείρηση. Ουσιαστικά, ένα hedge fund αποτελεί ένα επενδυτικό όχηµα, στο οποίο όµως έχουν πρόσβαση µόνο οι µεγάλοι παίκτες – αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού.
Ωστόσο, ένα hedge fund στην πραγµατικότητα µπορεί να κάνει πολλά πράγµατα: να συµµετέχει στη διαπραγµάτευση µετοχών, ειδών όπως το πετρέλαιο, ακόµη και ακινήτων. Αυτό που καθιστά ένα hedge fund ιδιαίτερα προσοδοφόρο γι’ αυτούς που το διαχειρίζονται είναι ότι, σε αντίθεση µε ένα παραδοσιακό αµοιβαίο κεφάλαιο, χρεώνει αυτό που λέµε “performance fee”. Με άλλα λόγια, οι διαχειριστές του αποκτούν δικαίωµα σε ένα ποσοστό επί των κερδών του. Το ποσοστό αυτό συνήθως κυµαίνεται κοντά στο 20%. Για παράδειγµα, αν διαχειρίζεσαι 1 δισεκατοµµύριο δολάρια το χρόνο, αυτό σηµαίνει ότι θα έχεις κέρδη γύρω στα 200 εκατοµµύρια. Από αυτά τα 200 εκατοµµύρια, λοιπόν, τα 160 επιστρέφουν στους επενδυτές, ενώ τα υπόλοιπα 40 εκατοµµύρια –το 20% που λέγαµε– καταλήγει στους διαχειριστές. Τόσο απλά. Οπότε, ναι, τα λεφτά είναι πολλά, ειδικότερα δε αν λάβεις υπόψη ότι ένα hedge fund µπορεί να διαχειρίζεται κεφάλαια της τάξεως των 5 και των 10 δισεκατοµµυρίων δολαρίων. Πρόκειται για νούµερα ασύλληπτα ακόµη και για επιχειρήσεις ή οργανισµούς που διαθέτουν προσωπικό χιλιάδων υπαλλήλων, τα οποία ουσιαστικά καταφέρνουν να πετύχουν µόλις 20 µε 30 άνθρωποι, όσοι εργάζονται δηλαδή συνήθως σε κάποιο hedge fund. Ως εκ τούτου, αν θέλεις να το δούµε λίγο πιο φιλοσοφικά, ένα hedge fund δεν αποτελεί ακόµη ένα προϊόν του καπιταλισµού, αλλά την πεµπτουσία του ίδιου του καπιταλιστικού συστήµατος».
Πηγή: askmen