Άφησα να περάσει η γιορτινή μέρα για ν’ αρχίσω τη γκρίνια μου. Πηγαίνοντας στο σούπερ μάρκετ, συναντάω αρκετούς που με απλωμένο χέρι ζητάνε μια βοήθεια. Φυσικά και δεν μπορώ να διακρίνω ποιος έχει πραγματική ανάγκη και
ποιος το κάνει…. επάγγελμα.
Το ένστικτό μου (όχι το βασικό, το άλλο) μου δείχνει πάντα τους υπερήλικες. Σήμερα, απέναντι από το άλσος, (κακό πόστο, όλοι μπροστά από το άλσος περνάνε), καθόταν με σταυρωμένα τα πόδια μια κοπέλα. Περίπου 25 με 30 ετών, με φούτερ που φορούσε και την κουκούλα και με μια ταμπελίτσα «βοηθήστε με πεινάω». Κρακ έκανε η καρδιά μου μα, ο άλλος μου καχύποπτος εαυτός μου αναρωτήθηκε, πια ανάγκη μπορεί να έχει μια αρτιμελής κοπέλα που σφύζει υγείας; Έβγαλα –επιδεικτικά- κάποιο χρήμα για να την αναγκάσω να μου απαντήσει και τη ρώτησα.
-Γιατί κορίτσι μου δεν πας να δουλέψεις; Έχεις τη μισή μου ηλικία και είσαι αρτιμελής.
-Άκου κυρία μου, μου απάντησε, αν θέλεις συνέντευξη εγώ δεν δίνω γιατί απλά σε μισώ. Μισώ εσένα και όλους τους γέρους που με κοιτάνε με θλίψη και οίκτο. Που θέλουν πρώτα να μάθουν αν παίρνω ναρκωτικά και μετά να κρίνουν αν θα με βοηθήσουν ή όχι. Μισώ αυτούς που μπορούν να σταθούν στα ΑΤΜ της τράπεζας και να πάρουν κάτι, βοήθημα, σύνταξη, κάτι τέλος πάντων. Εγώ είμαι χήρα και δεν έχω την απαιτούμενη ηλικία για σύνταξη. Το φαγητό που μου δίνουν οι φιλάνθρωποι για να ταΐσω τα παιδιά μου, ναι έχω δύο παιδιά μα δεν τα φέρνω μαζί μου για «κράχτες» δεν είμαι ρομά, το φαγητό είναι λίγο λάδι, κάτι ληγμένα γιαουρτάκια και τρεις τέσσερις φραντζόλες ψωμί. Καμιά φορά και κάτι σαν κιμάς. Ναι, τα παιδιά παίρνουν βοήθημα μα, ούτε για το νοίκι δεν φτάνει. Άστα κυρία μου μην το ψάχνεις, σε μισώ, πας ακόμα σε τράπεζα, σε μισώ γιατί δεν έχεις ακόμα ανοίξει το χέρι σου, άστα. Μισώ ακόμα και τη φιλανθρωπία και τους φιλάνθρωπους.