Κορμιά που σέρνονται, άδεια μάτια, κανένα συναίσθημα, τα ζόμπι που δεν ξέρουν γιατί υπάρχουν χωρίς ζωή, ένας αργός επώδυνος θάνατος για τα δυστυχισμένα πλάσματα που περνούν δίπλα μας και τους οικτίρουμε χωρίς να περάσει στιγμή απ’ το μυαλό μας πως όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα η φωτιά μπορεί να περάσει και στο δικό μας σπίτι.
Και περιμένοντας κάποια, σε πασίγνωστο καφέ της Βούλας, το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στην αυλή της Εκκλησίας που μόλις είχε τελειώσει την λειτουργία της και το προαύλιο έσφυζε κόσμου. Εκεί, στην πλευρά που καθόμουν, ένας νέος λιπόσαρκος με το χαμένο βλέμμα του χρήστη μου ζήτησε ένα τσιγάρο. Μια και δεν καπνίζω του έδωσα χρήματα να πάρει ένα πακέτο. Τον παρακολούθησα με το βλέμμα μου και έμεινα λίγες στιγμές άφωνη. Πήγε κατ’ ευθείαν σε ένα παρκαρισμένο μηχανάκι που είχαν γύρω του μαζευτεί αρκετοί νέοι λιπόσαρκοι με άδεια βλέμματα και λεφτά στα χιλιοτρυπημένα χέρια τους, πέντε διακινητές ένας μοίραζε από το τσαντάκι του φακελάκια, άλλος έπαιρνε τα λεφτά οι υπόλοιποι κοιτούσαν γύρω γύρω και μια ουρά είχε σχηματιστεί περιμένοντας το φακελάκι. Έντρομη κοίταξα γύρω μου και κανένας θαμώνας δεν έδειχνε να είχε αντιληφτεί ή να τον ενδιαφέρει το πάρε δώσε που γινόταν μπροστά στα μάτια μας. Σήκωσα το τηλέφωνό μου να πάρω μια φωτογραφία και το απειλητικό βλέμμα του «ταμία» με πάγωσε. Με είχε καταλάβει πως παρακολουθούσα από ώρα το αλισιβερίσι των ζωντανών νεκρών. Όταν συνήλθα από το σοκ, της αδιαφορίας των ανθρώπων περισσότερο, η ώρα είχε πάει 11.30 πμ και η «παρέα» διαλύθηκε. Πήγα και την επόμενη μέρα μα, με τον τρόπο που με κοιτούσαν οι ντίλερ ναρκωτικών κράτησα τα μάτια μου καρφωμένα στο φλιτζάνι του καφέ μου. Ρώτησα φυσικά και έμαθα πως όλοι ξέρουν την πιάτσα στο προαύλιο της Εκκλησίας που λειτουργεί 10.30 μ3 11.30 και έχει πελάτες ως επί το πλείστον απεξαρτημένους που δεν μπορούν να αγαπήσουν τη ζωή και προτιμούν τον αργό θάνατο. Έμαθα και πολλά άλλα μα, πραγματικά, ντράπηκα που η αδιαφορία της κοινωνίας αφήνει τα χλωρά να καούν μαζί με τα ξερά και ο νοών νοείτο
